Διάκριση στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Γραπτού Λόγου από τις Εκδόσεις Πατάκη

Το CGS συμμετείχε για ακόμη μία χρονιά και διακρίθηκε στον 13ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Γραπτού Λόγου των εκδόσεων Πατάκη, στην κατηγορία ελεύθερο θέμα. Το σχολείο μας έλαβε βραβείο και τιμητική διάκριση για τη συνολική συμμετοχή του. Έλαβαν μέρος 37 μαθητές με 39 έργα.

Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η βράβευση της μαθήτριας της ΣΤ τάξης Φαίδρας Λουπάκη, η οποία κατέλαβε την πέμπτη (5η) θέση με ένα πεζό έργο και ένα ποίημα.

Πολλά συγχαρητήρια στα παιδιά του σχολείου μας για την έμπνευση και τη δημιουργικότητά τους!

Η Ζωή μου στο πολιορκημένο Μεσολόγγι

Το Μεσολόγγι , πόλη με πολλά πλεονεκτήματα. Οι κάτοικοι ζούσαν μία ήρεμη και ειρηνική ζωή. Εκμεταλλεύονταν, τα φυσικά αγαθά που τους προσφέρονταν μέχρι τη στιγμή που εισέβαλλαν στη ζωή τους , οι Οθωμανοί Τούρκοι.

Είναι Κυριακή των Βαΐων, Απρίλης του 1825. Είμαι, μόλις 12 ετών. Υπό κανονικές συνθήκες, σήμερα θα ήταν μία ηλιόλουστη, γιορτινή μέρα. Εγώ, η οικογένεια μου και οι φίλοι μου θα χαιρόμασταν τις ανοιξιάτικες ημέρες, τρώγοντας νόστιμες λιχουδιές που θα είχαν ετοιμάσει οι γυναίκες της γειτονιά, όλες μαζί και θα προετοιμαζόμασταν για τη νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας. Παρέα, όλα τα παιδιά της γειτονιάς θα τρέχαμε στους αγρούς, μαζεύοντας ανθισμένα λουλούδια. Ύστερα, χαρούμενοι, θα τα πηγαίναμε στα σπίτια και την εκκλησιά μας. Έτσι, το σπίτι μας θα μύριζε άνοιξη. Με τα κουρέλια που κρύβαμε από τους γονείς μας, φτιάχναμε τόπια , τυλίγοντας τα, όπως μόνο εμείς ξέραμε. Τα τρύπια παπούτσια, που φορούσαμε, δεν μας εμπόδιζαν να κλωτσάμε τα τόπια μας από το πρωί μέχρι το σούρουπο. Στη συνέχεια, χορτάτοι από το παιχνίδι επιστρέφαμε στο σπίτι και πέφταμε ξεροί για ύπνο.

Η πραγματικότητα, όμως ήταν διαφορετική. Οι αναμνήσεις από τις ανέμελες μέρες από το παρελθόν είναι βαθιά χαραγμένες στο μυαλό μας. Παρατηρώντας, ολόγυρα, καμιά οικογένεια δεν βρισκόταν συγκεντρωμένη γύρω από το τραπέζι. Μόνο γυναικόπαιδα και γέροντες αντίκρυζες. Οι άντρες και τα νερά αγόρια αγωνίζονταν για την απελευθέρωση της δικιάς μας πατρίδας, του Μεσολογγίου. Κοιτώντας μακριά, αντίκρυζα μόνο οπλισμένους Τούρκους να κυκλοφορούν ελεύθεροι, ψάχνοντας την κατάλληλη στιγμή που θα έμπαιναν στο Μεσολόγγι και θα το πολιορκούσαν. Φοβισμένη, ήμουν πάντα ένα βήμα πίσω από τη μητέρα μου ακολουθώντας την, παντού. Όταν ερχόταν το σούρουπο, μαζευόμασταν όσοι είχαμε απομείνει και προσευχόμασταν στο Θεό, να μας προστατέψει και να δώσει δύναμη στους πολεμιστές μας, στις δύσκολες μάχες.

Πέρα μακριά ακούς κραυγές, πονεμένες φωνές και θρήνους. Ήταν γυναίκες, που έχασαν τους άντρες τους, παιδιά που υπέφεραν από την πείνα και τις ασθένειες. Η τροφή λιγοστή. Μόνο βατράχια και φύκια μπορούσαμε να βρούμε. Σκληρές εικόνες!  Άνθρωποι σωματικά αποδυναμωμένοι από την έλλειψη τροφής, μην αντέχοντας, έτρωγαν ότι έβρισκαν στο δρόμο τους, ακόμη και σκυλιά. Αρκεί να γέμιζε το στομάχι τους, να μπορούν να σταθούν στα πόδια τους. Κάθε μέρα που περνούσε αγωνιούσα για τη ζωή όλων μας. Έβλεπα τα παιδιά της γειτονιάς να καταρρέουν από την πείνα και την εξαθλίωση και πόναγε η καρδιά μου. Σαν μεγαλύτερη , προσπαθούσα να βρω τρόπο να βοηθήσω. Πήγαινα από σπίτι σε σπίτι και ζητούσα να αλληλοβοηθηθούμε, ας προσέφερε ότι μπορούσε ο καθένας, αρκεί να αντέξουμε.

Πέρασε, σχεδόν ένας χρόνος από τότε που ο Ιμπραήμ έφτασε στο Μεσολόγγι για να ενισχύσει το στρατό του. Ένας χρόνος βασανιστικός! Οι επιθέσεις των Τούρκων γίνονταν όλο και συχνότερες και μείς με όσες δυνάμεις μας είχαν απομείνει, τρέχαμε να κρυφτούμε πίσω από τις τάφρους και τα τείχη, να ξεφύγουμε. Πως μπορείς να αντιμετωπίσεις τον ένοπλο Τούρκο, χωρίς όπλα;Κυνηγούσαν γυναικόπαιδα. Σκοπός τους ήταν, να μας συλλάβουν και να μας πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα. Είμασταν προετοιμασμένοι και αμυνόμασταν, όσο μπορούσαμε.

Κοιτώντας στο βάθος διέκρινες τη θάλασσα. Επιτέλους μετά από καιρό αντικρύζαμε τα ελληνικά πλοία να φθάνουν στο λιμάνι. Υπάρχει ακόμη ελπίδα, σκέφτομαι. Ο Μιαούλης μαζί με το στρατό του, επιχειρούν να μας εφοδιάσουν με τρόφιμα και πολεμοφόδια, όπως είχαν κάνει παλιότερα. Ωστόσο, όσο και αν προσπάθησαν, απέτυχαν. Η απογοήτευση μου, έγινε ακόμη πιο έντονη. Λύση δεν βρέθηκε. Η έλλειψη: οικονομικών πόρων και τροφής μαζί με τις αρρώστιες, μας εξάντλησαν. Η εγκατάλειψη της πόλης μας, ήταν πλέον αναγκαία. Να φύγουμε μακριά φώναζαν κάποιοι τριγύρω, να γλιτώσουμε. Δεν εγκαταλείπουμε τη ζωή μας εδώ, θα μείνουμε να παλέψουμε φώναζαν , οι μεγαλύτεροι.

Είναι νύχτα Κυριακής, 10 Απριλίου του 1826. Βρίσκομαι μαζί με τη μητέρα μου και πολλούς άμαχους μεταξύ μίας από τις τρείς ομάδες που έχουν αναλάβει να μας βγάλουν από την πόλη. Η ώρα της εξόδου από το πολιορκημένο Μεσολόγγι, έφτασε. Προχωρούσα μπροστά, κρατώντας το χέρι της μητέρας μου, φοβισμένη, μην με αρπάξουν οι εχθροί. Το μυαλό και η σκέψη μου ήταν στον πατέρα και τον αδερφό μου. Είχα καιρό να τους αντικρύσω. Πόσο μου έλειψαν! Τα μάτια μου βουρκώνουν στη σκέψη τους. Μέρες νωρίτερα, πληροφόρησαν τη μητέρα μου, ότι είχαν τραυματιστεί από τους εχθρούς και από τότε δεν είχαν νέα τους. Δεν τους ξαναείδαν. Άραγε να ζουν, άραγε να τους αιχμαλώτισαν ή μήπως ξέφυγαν και μας αναζητούν. Η ελπίδα γεννιέται πάλι μέσα μου και ξαφνικά άρχισα και πάλι να χαμογελώ.

Το σχέδιο των ένοπλων ομάδων απέτυχε. Λίγα μέτρα μακριά, διέκρινα τους εχθρούς να χτυπούν άμαχο πληθυσμό, να σέρνουν γυναίκες και παιδιά, αδιαφορώντας αν τους πληγώνουν. Αναρωτιόμουν! Δεν τους λυπούνται, πώς μπορούν να φέρονται τόσο άκαρδα, δεν σκέφτονται τα παιδιά, δεν έχουν οικογένειες; Πριν προλάβω να τελειώσω τη σκέψη μου, αισθάνομαι να τραβούν με δύναμη το χέρι μου. Ήταν ένας θαρραλέος άνδρας, νόμιζα ότι έμοιαζε πολύ με τον πατέρα μου. Έσερνε το μπράτσο μου και με δυνατή φωνή , μου είπε: « Κράτα το χέρι της μητέρας σου και μην κοιτάς γύρω, πρέπει να βιαστούμε». Η ώρα είχε φτάσει έπρεπε να σώσουμε τη ζωή μας. Έτρεχα, αλλά συνέχεια κοίταζα πίσω μου. Οι εικόνες ήταν άσχημες. Λιγοστοί επέζησαν, ήταν εκείνοι που δεν κατάφεραν να μας ακολουθήσουν. Το Μεσολόγγι είχε καταστραφεί εντελώς.

Αν και μακριά πιά, δεν μπορώ να ξεχάσω τις τελευταίες εικόνες. Νιώθω τυχερή, που μαζί με τη μητέρα μου καταφέραμε να ελευθερωθούμε από τη σκλαβιά. Απομακρυνθήκαμε αρκετά, με λιγοστούς ακόμη συμπολίτες μου. Σε όλη τη διαδρομή δεν άφησα ποτέ από το χέρι μου , το τόπι μου. Πέρασαν 6 χρόνια, από τότε που ο πατέρας μαζί με τον αδερφό μου, με έμαθαν πως θα φτιάχνω ένα τόπι από κουρέλια. Ήταν το πρώτο μου τόπι. Είχε μεγάλη αξία για μένα. Ήταν, ότι μου είχε απομείνει από εκείνους. Το έσφιγγα και ένιωθα, ότι τους είχα στην αγκαλιά μου. Εγκατέλειψα το Μεσολόγγι, ωστόσο ένα μεγάλο κομμάτι της ψυχής μου έχει μείνει εκεί, στον τόπο μου, στο σπίτι που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Εκεί, που έκανα τα πρώτα μου βήματα , κρατώντας το χέρι, του πατέρα και του αδερφού μου.

 

Λουπάκη Φαίδρα
Εκπαιδευτήρια Κωστέα-Γείτονα

Η Κυρά Ρηνιώ

Μες απ΄τις φουρτούνες και τους αέρηδες
σε ένα νησί ακριτικό
αγέρωχη και υπερήφανη
ξεπρόβαλε η κυρά Ρηνιώ.

Με προσμονή καρτεράει
το βαπόρι να δει
να φθάνει κοντά της
και να βρει τη συντροφιά
που τόσο καιρό αναζητεί.

Γαλήνια, αργά πλησιάζει
τα γάργαρα, τ΄ αφρισμένα νερά,
με τους γλάρους παρέα
στη μοναχική ακροθαλασσιά.

Την Αμοργό σαν αντικρίζει
πέρα από το πέλαγος μακριά
μια γνώριμη φωνή αναμένει
να μοιάζει πως τη χαιρετά.

Η βροχή όμως ξεκινά
και ο αέρας σφυρά
κι όσο και αν έψαχνε βάλσαμο, η Ρηνιώ
στη μοναξιά της ξαναγυρνά.

Έτσι, δίχως κουβέντα καμιά
δίχως ερώτηση, ούτε μιλιά,
η ζωή της κυλάει μονάχη
και τη Ρηνιώ προσπερνά.

 

Φαίδρα-Χριστίνα Λουπάκη
Εκπαιδευτήρια Κωστέα – Γείτονα (CGS)

Log in with your credentials

Forgot your details?